τσιγκογραφία

τσιγκογραφία
Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα υποσκάπτεται το μέρος του μετάλλου που δεν περιλαμβάνει τα σχέδια, έτσι ώστε το σχεδίασμα να εξέχει στην πλάκα, να γίνει δηλαδή ανάγλυφο όπως στα ξυλογραφήματα. Ο τρόπος αυτός χρησιμοποιείται πολύ στην εκτύπωση των εικονογραφημένων βιβλίων.
* * *
και παλ. τ. τζιγκογραφία, η, Ν
μέθοδος κατασκευής τυπογραφικών πλακών, κν. γνωστών ως κλισέ, από ψευδάργυρο, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την εκτύπωση εικόνων και κειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος / τζίγκος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιγκογραφία — η μέθοδος κατασκευής πλακών από ψευδάργυρο (κλισέ), που χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία για αποτύπωση εικόνων, η τσιγκοτυπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • τζιγκογραφία — η, Ν βλ. τσιγκογραφία …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογράφημα — το, Ν τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφημα (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογράφος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”